- ακακούργητος
- ἀκακούργητος, -ον (AM) [κακουργῶ]μσν.1. αυτός που δεν έχει υποστεί κακουργία2. ο άδολος, ο απλόςαρχ.ο αβλαβής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκακούργητος — uncorrupted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακουργήτως — ἀκακούργητος uncorrupted adverbial ἀκακούργητος uncorrupted masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακούργητον — ἀκακούργητος uncorrupted masc/fem acc sg ἀκακούργητος uncorrupted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακούργητα — ἀκακούργητος uncorrupted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκακούργητοι — ἀκακούργητος uncorrupted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)